- φαιδρολόγος
- -ο, θηλ. και -α, Ναυτός που φαιδρολογεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
φαιδρολογία — η, Ν [φαιδρολόγος] φαιδρή ομιλία … Dictionary of Greek